- βυζαντινός
- η , ό[ν] 1. византийский;2. (ο ) византиец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… … Dictionary of Greek
βυζαντινός — ή, ό 1. αυτός που διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο ή αναφέρεται σ αυτό: Η βυζαντινή ιστορία αναφέρεται στην ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 2. ως κύρ. όν., Bυζαντινός ο κάτοικος του Bυζαντίου, υπήκοος της βυζαντινής αυτοκρατορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγλαΐας ο Βυζαντινός — (1ος αι. μ.Χ.).Γιατρός ο οποίος έγραψε ένα ιατρικό έργο σε στίχους που μόνο αποσπάσματά του σώζονται. Τιτλοφορείται Προς τας αρχομένας υποχύσεις.Είναι γνωστός και ως Αγλάιος … Dictionary of Greek
Συρόπουλος, Σίλβεστρος — Βυζαντινός ιστορικός συγγραφέας. Λεπτομέρειες για τη ζωή του δεν είναι γνωστές. Μεγάλωσε πάντως στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε καλή θεολογική και φιλοσοφική μόρφωση. Γύρω στα 1430 έγινε «μέγας εκκλησιάρχης και δικαιοφύλαξ» του Οικουμενικού… … Dictionary of Greek
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek
προμώτος — Βυζαντινός στρατηγός επί Θεοδοσίου A’ (379 – 395), από τον οποίο διορίστηκε αρχηγός του στρατού στη Θράκη και στην Κάτω Μοισία (τη σημερινή Βουλγαρία). Ο Π. νίκησε κάθε φυλής εισβολείς και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στο κράτος. Τελικά όμως έπεσε … Dictionary of Greek
σίττας — Βυζαντινός στρατηγός, που έδρασε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Το 525 μ.Χ. στάλθηκε από τον Ιουστινιανό, μαζί με το Βελισσάριο στην Περσαρμενία, εναντίον των Περσών και, αφού τους νίκησε σε μάχη κοντά στα Σάταλα, βάδισε προς τη Τζανική (ανατολικό… … Dictionary of Greek
φτωχοπρόδρομος — Βυζαντινός ποιητής του 12ου αι. Bλ. λ. Πρόδρομος, Θεόδωρος. * * * ο, Ν πτωχοπρόδρομος … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Λογοθέτης — Βυζαντινός οικονομολόγος, κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού. Στάλθηκε από τον αυτοκράτορα στη Ραβένα της Ιταλίας για να επιτύχει την αναδιοργάνωση της επαρχίας και την πλήρη υποταγή των Γότθων που ετοιμάζονταν για εξέγερση μετά την αποχώρηση του… … Dictionary of Greek
Αυρηλιανός — Βυζαντινός αξιωματούχος (praefectus praetorio) την εποχή του αυτοκράτορα Αρκάδιου (395 408). Ήταν πρόεδρος στην επιτροπή που καταδίκασε σε θάνατο τον Ευτρόπιο (399) … Dictionary of Greek
Βασιλάκιος, Νικηφόρος — Βυζαντινός στρατηγός. Στα χρόνια του Ρωμανού Δ’ του Διογένη και των διαδόχων του, ήταν μάγιστρος και στρατηγός της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Με ορμητήριο το Δυρράχιο, στασίασε εναντίον του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και έπειτα από ορισμένες… … Dictionary of Greek